- αμβλύς
- -εία, -ύ (AM ἀμβλύς, -εῑα, -ύ)1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία)γωνία μεγαλύτερη τής ορθήςαρχ.1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ζωηρότητα ή δραστηριότητα, ο νωθρός2. για τον εξαγνισμένο Ορέστη, που απέβαλε την οξύτητα τής ενοχής του3. φρ. «ἀμβλύτερον ποιῶ τι», κάνω κάτι λιγότερο ζωηρό«ἀμβλὺς εἴς, περὶ ἤ πρός τι», νωθρός, αδρανής, απρόθυμος σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τής ιωνικής-αττικής, που σημασιολογικά είναι αντίθετο με το επίθ. ὀξύς*. Η λ. είναι άγνωστη στον Όμηρο. Το επίθ. αρχικά απαντά ως χαρακτηρισμός αιχμών, εργαλείων και ως γεωμετρικός όρος. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και ως χαρακτηρισμός αισθήσεων (τής οράσεως κυρίως), συναισθημάτων με τη σημασία «αδύνατος, εξασθενημένος». Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀμλὺς και επομένως πρέπει να είναι συγγενής με τα ἀμαλός*, μαλακός* και πιθ. με τα: ἀμβλίσκω*, μύλη* κ.λπ.ΠΑΡ. αμβλύνω, αμβλύτηςαρχ.ἀμβλύω, ἀμβλυῶ.ΣΥΝΘ. αμβλυγώνιοςαρχ.ἀμβλυφαής, ἀμβλυωπός, ἀμβλυώττωμσν.ἀμβλυδερκής, ἀμβλυήκοος, ἀμβλυόχρους ἀμβλυπαθήςνεοελλ.αμβλυκέφαλος, αμβλυκόρυφος, αμβλύνους, αμβλύστομος, αμβλύωπας, αμβλύωψ].
Dictionary of Greek. 2013.